παρασιτεύω

παρασιτεύω
Α
βλ. παρασιτώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρασιτεύω — παρασῑτεύω , παρά σιτεύω feed pres subj act 1st sg παρασῑτεύω , παρά σιτεύω feed pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασιτώ — παρασιτῶ, έω, ΝΜΑ, και παρασιτεύω Α [παράσιτος] νεοελλ. 1. (για μικρόβιο) ζω ως παράσιτο σε έναν οργανισμό 2. μτφ. (για ανθρώπους) ζω παρασιτικά, αναπτύσσομαι και τρέφομαι εις βάρος κάποιου άλλου και με δικές του δαπάνες, αντί να βρίσκω μόνος μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”